- ἀσθματίας
- ἀσθμ-ατίας, ου, ὁ, = sq., Adam.2.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσθματίαι — ἀσθματίας masc nom/voc pl ἀσθματίᾱͅ , ἀσθματίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)